- πιγκέρνης
- ὁ, Αοινοχόος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικέρνης — ἐπικέρνης, ὁ (AM) 1. ο οινοχόος 2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης] … Dictionary of Greek
φιλανθρώπινος — Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος. Αρχιναύαρχος του βυζαντινού στόλου, στα χρόνια των αυτοκρατόρων Θεοδώρου B’ Λάσκαρι και Μιχαήλ Παλαιολόγου, τον οποίο βοήθησε στην κατάληψη του θρόνου (1259). Τιμήθηκε για τη βοήθειά του αυτή με τον… … Dictionary of Greek